- ξαναπλάθω
- και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθωνεοελλ.μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαια) πλάθομαι εκ νέουβ) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.